- ψευδοδιαλεκτικός
- ψευδο-διαλεκτικός, ή, όν,A pretending to skill in dialectics, Gal.8.629.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδοδιαλεκτικός — ή, όν, Α αυτός που προσποιείται τον έμπειρο στη διαλεκτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + διαλεκτικός] … Dictionary of Greek
ψευδοδιαλεκτικῶν — ψευδοδιαλεκτικός pretending to skill in dialectics fem gen pl ψευδοδιαλεκτικός pretending to skill in dialectics masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)